Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ( 1896 -
1928 )
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ
ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
Η
ποίηση της διάψευσης, της φθοράς και της απώλειας.
Η
σύνδεση της ερωτικής εμπειρίας με το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας.
Το
αίσθημα της μοναξιάς και της κοινωνικής
αποξένωσης του ποιητή.
Η
διάσταση ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωή.
Η
χρήση συμβόλων για την προβολή ψυχικών καταστάσεων.
Η
στροφή από την παραδοσιακή στη νεωτερική ποίηση.
Η
χρήση της σάτιρας και η κριτική στον κοινωνικό κονφορμισμό.
Η ποίηση της διάψευσης, της φθοράς και της απώλειας.
Η σύνδεση της ερωτικής εμπειρίας με το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας.
Το αίσθημα της μοναξιάς και της κοινωνικής αποξένωσης του ποιητή.
Η διάσταση ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωή.
Η χρήση συμβόλων για την προβολή ψυχικών καταστάσεων.
Η στροφή από την παραδοσιακή στη νεωτερική ποίηση.
Η χρήση της σάτιρας και η κριτική στον κοινωνικό κονφορμισμό.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
''Στα Γράμματα εμφανίστηκε πολύ νωρίς, αφού σε ηλικία
δεκατεσσάρων ετών διακρίθηκε σε διαγωνισμό του περιοδικού Διάπλασις των
Παίδων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο πόνος των ανθρώπων και των
πραγμάτων, κυκλοφόρησε το 1919 και είναι επηρεασμένη από τον συμβολισμό.
Ακολούθησε η συλλογή Νηπενθή (1921), που βραβεύτηκε σε ποιητικό
διαγωνισμό του 1920. Οι δύο αυτές συλλογές αποτελούν κατά κάποιο τρόπο συνέχεια
του ρομαντικού κλίματος της πρώτης αθηναϊκής σχολής, κύριο
γνώρισμα της οποίας ήταν η μελαγχολία. Επίσης, στα πρώτα αυτά
ποιήματα συναντούμε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
ποιητικής του Καρυωτάκη: πρόωρο ψυχικό γήρας, το εφήμερο της χαράς,
η νοσταλγία του παράδεισου της παιδικής ηλικίας, η συμβολιστική
υποβολή, ο πόνος, η λύπη και η γλωσσική ανορθοδοξία. ''
''H ζωή διαβαίνει, πέρα
στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.''
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.''
''Η
δεύτερη περίοδος της ποιητικής του δημιουργίας περιλαμβάνει τη συλλογή’ Ελεγεία
και Σάτιρες ‘’(1927), όπου ο ποιητής αποκτά τη δική του φωνή και γίνεται ο
αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της γενιάς του και της εποχής του.
Στη
συλλογή ‘’Ελεγεία και Σάτιρες’’ διακρίνονται όλα τα χαρακτηριστικά της
ποίησής του: το αίσθημα του αδιεξόδου απέναντι στην καταπίεση της
εξουσίας, η συνειδητοποίηση της μοναξιάς του ανθρώπου, η έλλειψη
ιδανικών.
Χρησιμοποιώντας τη σάτιρα ,καταφέρνει να
ασκήσει δριμύτατη κριτική στο κοινωνικό σύστημα, που κυριαρχείται
από τους γραφειοκράτες υπαλλήλους και τους ανθρώπους που του υποτάσσονται
αδιαμαρτύρητα. Σχεδόν σε όλους τους στίχους υπάρχει ένα οξύτατο πνεύμα σαρκασμού
και μια ανελέητη ειρωνεία που δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά προχωρεί σε
βάθος τέτοιο, που μας θυμίζει Αριστοφάνεια σάτιρα.''
'' Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ''
Tο Mιχαλιό
τον πήρανε στρατιώτη.
Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Δημόσιοι Υπάλληλοι'' ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ''
Οι υπάλληλοι
όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις
καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η
τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι
Παίρνουν
κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Ό,τι ξεχωρίζει τον Καρυωτάκη από τους άλλες ποιητές της γενιάς του, που εξέφρασαν στα έργα τους το αίσθημα της απώλειας, της φθοράς και της παρακμής είναι η ρωμαλέα και πρωτότυπη ποιητική του φράση, που υπερβαίνει τα εκφραστικά και μορφολογικά στερεότυπα της εποχής.
Eίμαστε
κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O
άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
Eίμαστε
κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται
σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε
κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας
διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Την άρνησή του να συμβιβαστεί με μια ζωή ρηχή, που τη χαρακτήριζε η απουσία κάθε ιδανικού, επιβεβαίωσε με την αυτοκτονία του. Όπως εξομολογείται ο ίδιος στο ιδιόχειρο σημείωμά του, πριν την αυτοκτονία του, ‘’… Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ᾖρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ο τρόπος που επέλεξε να δώσει ένα ηρωικό τέλος στη ζωή του τον είχε ο ίδιος προδιαγράψει στην ποιητική του πορεία. Δεν ήταν μια πράξη απελπισίας και παραίτησης, αλλά η κραυγή διαμαρτυρίας ενός πνευματικού ανθρώπου που υπέφερε από τη διάψευση των ιδανικών και την απουσία των μεγάλων πράξεων.
Ιδανικοί
Αυτόχειρες
|
|
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα,
παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
‘’ Ελεγεία και σάτιρες’’ (
1927) του Κ. Καρυωτάκη
‘’ Σαν δέσμη
από τριαντάφυλλα’’
Το
ποίημα στηρίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στις δύο στροφικές ενότητες.
Στην πρώτη στροφή κυριαρχεί μια υφέρπουσα
ερωτική διάθεση, διάχυτη το βράδυ, στο αστικό περιβάλλον, στο οποίο
κινείται το ποιητικό υποκείμενο.
Ο ερωτισμός δηλώνεται με σύμβολα (
τριαντάφυλλα, η εικόνα της σελήνης προς την οποία στρέφεται το πρόσωπο του ποιητή ) , παρομοιώσεις ( ‘’ σαν δέσμη από τριαντάφυλλα/ είδα το βράδυ
αυτό… ‘’ Ηλεκτρισμένη από φιλήματα / θα’
λεγες την ατμόσφαιρα .’’ ), εικόνες οπτικές και οσφρητικές (σχήμα συναισθησίας
), μεταφορικές εκφράσεις.
Η ερωτική αυτή ατμόσφαιρα αγγίζει και τον
ποιητή, δημιουργώντας του μια αμφίθυμη διάθεση : η καρδιά πλημμυρίζει
από καλοσύνη, το μυαλό απελευθερώνεται από το βάρος των σκέψεων και του
πνευματικού μόχθου που απαιτεί το ποιητικό έργο.
Ο ποιητής, με έντονα σατιρική διάθεση,
φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί την αξία του ποιητικού του έργου, του οδυνηρού καταφύγιου σε
ώρες δύσκολες… (‘’κ΄η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε’’ ).
Η δεύτερη όμως στροφή ανατρέπει
το συναισθηματικό κλίμα της πρώτης. Το ποιητικό υποκείμενο διαφοροποιείται από
το περιβάλλον του με την απροσδόκητη δήλωση’’ Έχω κάτι σπασμένα φτερά’’.
Το αίσθημα της ήττας και
της διάψευσης οδηγεί στην ακύρωση κάθε χαράς και ερωτικής προσδοκίας. Η υπαρξιακή
αγωνία του ποιητή εκφράζεται με τα αναπάντητα / ρητορικά ερωτήματα που κλείνουν τη δεύτερη
στροφή του ποιήματος.
Παρόμοιο είναι το ψυχικό κλίμα που επικρατεί στο
ποίημα ‘’Βράδυ’’ από την ίδια ποιητική
συλλογή.
Το
αίσθημα της μοναξιάς, της ανθρώπινης απουσίας, της θλίψης και της μελαγχολίας
δηλώνεται μέσα από μια σειρά οπτικοακουστικών εικόνων και αντικειμένων,
που λειτουργούν ως σύμβολα της ψυχικής διάθεσης του ποιητή.
Ο
χαμηλόφωνος λυρισμός, η μουσικότητα, η προσεκτική επιλογή των λέξεων, η
κανονική ομοιοκαταληξία δίνουν στο ποίημα τα τυπικά μορφολογικά χαρακτηριστικά
του νεοσυμβολισμού.
Αντίθετα, το ποίημα ‘’ Σαν δέσμη
από τριαντάφυλλα’’ σπάει τις ποιητικές συμβάσεις , καθώς οργανώνεται σε δύο άνισες
στροφικές ενότητες, με ελεύθερο στίχο.
ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου
καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιά, μὲ τὰ χρυσά σου φῶτα!
Νά ῾μουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα.
Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύει,
μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω,
νὰ μοῦ λικνίζεις τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω!
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρουκαὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιά, μὲ τὰ χρυσά σου φῶτα!
Νά ῾μουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα.
Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύει,
μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω,
νὰ μοῦ λικνίζεις τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου