ankor bat

ankor bat

Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

'' Λήθη'' του Λορέντζου Μαβίλη

Λήθη

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε                            
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.     


Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.


Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.



Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.





 
Λορέντζος  Μαβίλης : τελευταίος εκπρόσωπος  της Επτανησιακής Σχολής
( 1860-1912)                       ποιητής, φιλόλογος, μεταφραστής
Καλλιέργησε την τέχνη του σονέτου
Θερμός πατριώτης , συμμετείχε εθελοντικά στους εθνικούς αγώνες για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας
( πολέμησε στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης το 1896, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους και έπεσε στη μάχη του Δρίσκου, το 1912)
Υπέρμαχος του δημοτικισμού
Επηρεάστηκε από το λογοτεχνικό κίνημα του παρνασσισμού

Λ. Μαβίλης



''Κοινωνικά, φυσικά, πνευματικά κι επίκτητα προσόντα με ανοιχτοχεριά χαρισμένα από τη μοίρα: καταγωγή από διαλεχτά μεσογειακά αίματα (ελληνικό και ισπανικό), ανατροφή αριστοκρατική, εκπαίδευση ανώτερη και πολύκλαδη στην Κέρκυρα και στη Γερμανία της Φιλοσοφίας και της Μουσικής, έκτακτη ποιητική ευαισθησία, έμφυτη ανάγκη του Ιδανικού, αναζήτηση επίπονη της υπαρξιακής αλήθειας, λατρεία του Ωραίου και στη σφαίρα του ιδεώδους και στην πραγματικότητα (Φύση-Γυναίκα), κι εκείνη η βαθύτερη αίσθηση της μελαγχολίας για τα άλυτα αινίγματα της ζωής και το θάνατο μελαγχολία που χαρακτηρίζει τις βαθύτερες ποιητικές φύσεις, και τις φέρνει πολύ πιο κοντά στην παγκόσμια ανθρώπινη ψυχή.''

(''Καραντώνης, Φαναριώτικη και Επτανησιακή ποίηση'' , Αθήνα, 1987)


Παρνασσισμός : αναπτύχθηκε ως αντίδραση στις υπερβολές του ρομαντισμού
Αντλεί τα θέματά του από τη μυθολογία και την ιστορία
Πηγή έμπνευσης : ο αρχαίος ελληνικός και ο ρωμαϊκός πολιτισμός
Φροντισμένη επεξεργασία του στίχου, του μέτρου , της ομοιοκαταληξίας
Μουσικότητα του στίχου, ακριβολογία,
Λιτότητα, περιορισμένη χρήση εκφραστικών μέσων.

o       Σονέτο : δύσκολο ποιητικό είδος, με περίτεχνη και ποικίλη ομοιοκαταληξία

o       Αποτελείται από 14 ιαμβικούς στίχους που δομούνται

§         σε 2 τετράστιχες και 2   τρίστιχες στροφές

§         το κύριο νόημα του ποιήματος επικεντρώνεται στους 2-3 τελευταίους στίχους

§         η ποιητική του γλώσσα χαρακτηρίζεται από μουσικότητα και υποβλητικότητα


Η  ‘’ Λήθη’’ του Λ. Μαβίλη στηρίζεται σε μια σειρά από αντιθέσεις :
o       οι νεκροί θεωρούνται καλότυχοι και ευτυχείς ( οξύμωρο σχήμα), σε αντίθεση από τους ζωντανούς, γιατί
o       οι νεκροί πίνουν καθημερινά ,κάθε δειλινό, το νερό της λήθης, που τους χαρίζει τη γαλήνη και την απαλλαγή από τις θλιβερές αναμνήσεις της ζωής. Αντίθετα, οι ζωντανοί βιώνουν καθημερινά την πίκρα της ζωής.
o       Η ζωή  συνδέεται με την ανάμνηση ( πηγή πίκρας ), ενώ ο θάνατος με τη λησμονιά ,άρα τη λύτρωση από τον ψυχικό πόνο.
o       Το νερό της Λήθης αναβρύζει στον Κάτω Κόσμο από κρυστάλλινη πηγή. Μπορεί όμως να μετατραπεί σε ‘’ βούρκο’’ και να χάσει τη μαγική του επενέργεια, αν ‘’ μολυνθεί’’ από το δάκρυ των ζωντανών που θρηνούν τους νεκρούς τους.


  •    Το ποίημα διανθίζεται με υποβλητικές και εξωπραγματικές εικόνες του σούρουπου  και της πομπής των νεκρών στον Κάτω Κόσμο.


  •     Αξιοποιείται η κυκλική σύνθεση και το σχήμα της αποστροφής , καθώς στους στ. 4 και 12-13 ο ποιητής απευθύνεται σε β ΄πρόσωπο στους ζωντανούς . Στους υπόλοιπους στίχους όπου γίνεται αναφορά στους νεκρούς χρησιμοποιείται το γ΄ πρόσωπο.
  •  Αξιοποιούνται υποθετικοί λόγοι, ενώ ο τόνος του σονέτου είναι παραινετικός και αποτρεπτικός.
  • Η επιμελημένη επεξεργασία του στίχου φαίνεται από τη χρήση ποιητικών λέξεων, τις συνιζήσεις, την ποικιλία της ομοιοκαταληξίας, τη χρήση εκφραστικών μέσων, όπως:
  •  
    Οξύμωρο:  καλότυχοι νεκροί
    Συνεκδοχή: την πίκρια ( αντί: τις πίκριες),
                      λιβάδι’  απ’ ασφεδίλι (αντί: από ασφοδίλια)
    Μεταφορά: κρουσταλλένια βρύση
    Υπερβατό:  ξαναθυμούνται
                     διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι
                     πόνους παλιούς
    Μετωνυμία:τα μάτια σου ας θρηνήσουν
                     (= εσύ ας θρηνήσεις με δάκρυα από τα μάτια σου)
                     κρουσταλλένια βρύση (= βρύση με το κρουσταλλένια νερό)
    Αντίθεση: κρουσταλλένια βρύση – βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
    Κύκλος: με το ρήμα λησμονώ αρχίζει και κλείνει το ποίημα    σχηματίζοντας κυκλική σύνθεση ( αναφέρεται αρχικά στους νεκρούς και στο τέλος στους ζωντανούς)
    Αποτροπή: Μην τους κλαις.
    Προτροπή: Να κλαις.
     
    Στίχος : ιαμβικός 11σύλλαβος
    Ομοιοκαταληξία: σταυρωτή στις δύο πρώτες στροφές, πλεχτή και ζευγαρωτή στις δύο τελευταίες στροφές


     

Οι  νεκροί διατηρούν ιδιότητες των ζωντανών :
Έχουν ανθρώπινες συνήθειες
Σωματικές ανάγκες και αισθήσεις ( διψούν)
Ψυχικές λειτουργίες ( θυμούνται, νοσταλγούν )

     Το  σονέτο αξιοποιεί στοιχεία της  παράδοσης ( το λιβάδι με τα ασφοδίλια όπου οι ψυχές των νεκρών τριγυρνούν γαλήνια , η πηγή με  νερό της λήθης στον Κάτω Κόσμο ).


Στην ελληνική μυθολογία, κατά τον Ησίοδο, η Λήθη ήταν θυγατέρα της Έριδας και προσωποποίηση της λήθης, δηλαδή της λησμονιάς και της αγνωμοσύνης. Τη θεωρούσαν μία από τις Ναϊάδες Νύμφες. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Λήθη ήταν η μητέρα των τριών Χαρίτων.
Από τη Λήθη πήραν το όνομά τους μία πηγή και ένας από τους πέντε ποταμούς του `Αδη, από τα ύδατα του οποίου έπιναν οι κατερχόμενοι νεκροί για να λησμονήσουν το παρελθόν, την επίγεια ζωή τους. Τον ποταμό Λήθη παρίσταναν ως ένα γέροντα που κρατούσε στο ένα χέρι υδρία και στο άλλο κύπελλο.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι υπήρχε βωμός της Λήθης στο Ερέχθειο των Αθηνών. Επίσης, στη Βοιωτία υπήρχε κοντά στο Μαντείο του Τροφωνίου η πηγή της Λήθης, όπως και η πηγή της Μνημοσύνης. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η Λήθη ήταν αδελφή του Θανάτου και του Ύπνου.
πάτα εδώ



Άρνη είναι μια πηγή στην Άνδρο, αν και στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία, Άρνη ήταν η πηγή που βρισκόταν στον κάτω κόσμο, στη Λήθη από όπου έπιναν οι νεκροί για να ξεχάσουν τι άφηναν στον επάνω κόσμο.
  

   Επίσης κυριαρχεί η πίστη στην ιαματική και μαγική  δύναμη του νερού, που υμνήθηκε από τη λαϊκή μας παράδοση ως σύμβολο ζωής.


Μόνο που τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται με ανοίκειο τρόπο και έχουμε αντιστροφή της παράδοσης, αφού :

o       ο θάνατος , τον οποίο ο λαός μας αποστρέφεται,όπως φαίνεται από χαρακτηριστικά μοιρολόγια και τραγούδια του Κάτω Κόσμου, παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο σονέτο  ως λύτρωση και απαλλαγή από τις πίκρες της ζωής:

Κάτου 'ς τα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,
μοιρολογούν οι λυγεραίς και κλαιν τα παλληκάρια.
"Τάχα να στέκη ο ουρανός, να στέκει ο Απάνου κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα,
να λειτουργειώνται οι εκκλησιαίς, να ψέλνουν οι παπάδες;"

                                       πάτα εδώ                 
                                                         
Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοι ξαρμάτωτοι, κ' οι νιαις ξεστολισμέναις,
και των μαννάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.


o       το νερό της λήθης δεν απαλλάσσει τους νεκρούς από την επιθυμία και τη θλίψη για τις χαρές της ζωής που στερήθηκαν ( όπως στα δημοτικά μας τραγούδια), αλλά νεκρώνει τον πόνο από την πίκρα της ζωής που βίωσαν και τους χαρίζει αταραξία και γαλήνη.


ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

  Το  σονέτο του Λ. Μαβίλη μπορεί να συνεξεταστεί με το απόσπασμα της ομηρικής Οδύσσειας ( ραψ. Λ , στ.534-550) στο οποίο ο Οδυσσέας , κατεβαίνοντας στον Κάτω Κόσμο, για να ζητήσει μαντεία από τον Τειρεσία , συναντά την ψυχή του Αχιλλέα και τον καλοτυχίζει για την εξέχουσα θέση που είχε όσο ζούσε ανάμεσα στους ήρωες , αλλά και ως άρχοντας των νεκρών στον Κάτω Κόσμο. Η απάντηση του Αχιλλέα είναι αποστομωτική: θα προτιμούσε να ζει ξενοδουλεύοντας παρά να είναι άρχοντας των νεκρών. Τόσο πολύ του λείπουν οι χαρές της ζωής, ώστε αναιρεί το ίδιο το ηρωικό ιδεώδες και την επιλογή του ένδοξου θανάτου που έκανε ο ίδιος ο Αχιλλέας.


     Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
Aχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Aχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον
Tειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν
Iθάκη.
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας· με δέρνει πάντα το κακό.
Eσένα όμως,
Aχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα 'ρθουν στο μέλλον.
Aφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να 'σουνα θεός,
οι
Aργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι' αυτό,
Aχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου."
      Σ' αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
"
Mη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Oδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα,
κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο
πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.
 
         Το νερό της λησμονιάς αναφέρεται και στο ποίημα '' Ο Τάφος'' του Κωστή Παλαμά. Μόνο που οτραγικός πατέρας προτρέπει το αδικοχαμένο παιδί του να μη γευτεί αυτό το νερό και χάσει κάθε ανάμνηση της ζωής και των αγαπημένων του προσώπων και κάθε επιθυμία επανασύνδεσης με τον κόσμο των ζωντανών .


Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει                             
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.


Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!


Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...

βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις,


κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο,             
μικρὸ σὰ χελιδόνι,                                                
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν
παλικαριοῦ στὴ ζώνη,

κύτταξε καὶ γέλασε
τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ
καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω,


καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα
καὶ γλυκοφίλησέ μας!


  Αλλά και το ποίημα '' Φωνές'' του Κωνσταντίνου  Καβάφη προτείνει μια διαφορετική στάση ζωής: οι ζωντανοί  δεν οφείλουν να λησμονήσουν τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασαν για να μην τους προκαλέσουν πρόσθετη πίκρα . Αντίθετα , οι φωνές και τα λόγια των αγαπημένων που χάσαμε είναι μια παρηγοριά, μια γοητευτική μουσική την οποία με τη μνήμη- συνειδητά ή αυνείδητα- ανακαλούμε:   


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
                                  
                                               Χρήσιμοι  σύνδεσμοι
                            
                                                    για ανάλυση του ποιήματος πάτα εδώ 

                           και εδώ