Γνωρίστε
τη συγκλονιστική ζωή της Πηνελόπης Δέλτα, πάτα εδώ
μιας γυναίκας που αμφισβήτησε τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής,
που αγωνίστηκε για να διαχειριστεί τα ψυχικά τραύματα που της προκάλεσε το αυστηρό και συχνά αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε,
που μελέτησε την ελληνική ιστορία και συγκέντρωσε πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες για τις ιστορικές περιπέτειες της νεότερης Ελλάδας,
που συγκίνησε πολλές γενιές με το συγγραφικό της έργο,
που η αυτοκτονία της ήταν μια σιωπηλή αλλά ταυτόχρονα ηχηρή πράξη διαμαρτυρίας για τη στέρηση της ελευθερίας που επέβαλε στον ελληνικό λαό η Γερμανική Κατοχή.
Την ίδια στέρηση ελευθερία βίωσε και η ίδια , πρώτα από τους περιορισμούς και τους κώδικες συμπεριφοράς που επέβαλε σε μια γυναίκα της τάξης της η μεγαλοαστική κοινωνία της Αλεξάνδρειας και μετά της Αθήνας στην οποία μεγάλωσε. Τα προνόμια που της εξασφάλιζαν η καταγωγή της και η κοινωνική της τάξη αντισταθμίζονταν από την πίεση να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των στερεοτύπων της εποχής για το ρόλο της γυναίκας... Όπως εξομολογείται η ίδια στο αυτοβιιογραφικό της μυθιστόρημα '' Πρώτες ενθυμήσεις'' ,
''Γιατί
οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως,
θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες
στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια
με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως
άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο
αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε
της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας
της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο. Επισκέψεις
επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες τις
έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό
εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους
δρόμους.
Η
υποκρισία ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε
άντρα μη κοσμικό, έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και
να λέγει πως δεν της αρέσει. Και τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος,
χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»
Που
να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της κάνει και
παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε''.
Το ίδιο έντονη ήταν και η πίεση από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον, που απαιτούσε πειθαρχία και τήρηση των κανόνων. Δεν ανεχόταν την αδυναμία και την παρέκκλιση. Η συγγραφέας λάτρευε τη μητέρα της και κυρίως τον πατέρα της, μα χαρακτηρίζει τους γονείς της απρόσιτες θεότητες. Έλειπε η οικειότητα, η ζεστασιά, η τρυφερότητα της μητρικής αγκαλιάς, η συγχωρητική διάθεση του πατέρα απέναντι στις παιδικές αδυναμίες και αταξίες.
'' Πάντα
«κρυφά» περπατούσαμε, μην κάνομε κρότο, μη μας ακούσουν, έξω από τις
ώρες που δικαιωματικώς μπαίναμε στην τραπεζαρία ή στην κρεβατοκάμαρα
των γονέων.
Και μαζευόμουν τρομαγμένη, και αν με ρωτούσαν τ' αδέλφια μου:
«Τί έπαθες πάλι; Τί έκανες και σε μάλωσαν;» δεν έλεγα, από ντροπή, από
κάποιο αίσθημα μειώσεως που δεν ήξερα να το εξηγήσω μα που πονούσε
βαθιά, γιατί άγγιζε τη μητέρα, τη «θεότητα», τη λατρεμένη, που έκαμνε
πράματα πού δεν έπρεπε να κάνει, που τα είχα δει, ενώ δεν έπρεπε να τα είχα δει.
Πληγές παιδικές, αυτές, που δε γιατρεύονται ποτέ ''.
(….)
Ήταν
αυταρχική, δεσποτική, η μητέρα. Ήταν κάποτε κα σκληρή. Μα υπέκυπτε
πάντα στον πατέρα, την ώρα που της επιβάλουνταν εκείνος. Κατά βάθος, και
με τον καιρό, «με τρόπο», τον έφερνε πάντα στα νερά της, τον έκαμνε
εκείνο που ήθελε. Και μείς τα παιδιά το νιώθαμε, χωρίς να ξέρομε ούτε το
πώς ούτε το γιατί, μα ξέραμε πως αρχή και δύναμη στο σπίτι ήταν η
μητέρα. Κ' επειδή υπέκυπτε κατά το φανερό στη θέληση του πατέρα, στο
σπίτι μέσα και στα παιδιά της ανταπέδιδε τα ίσα, ήταν δεσποτική,
επιβλητική, τυραννική, συχνά σκληρή και πάντα ανελεύθερη....
Στο
ζήτημα της «αγάπης», και ο πατέρας ήταν στεγνός. «Αγάπες, ανοησίες!»
έλεγε με περιφρόνηση. Και οι δυό τραβούσαν εμπρός, σύμφωνοι σ' αυτό, πως
όλη ή ζωή κανονίζεται με το «πρέπει» και «δεν πρέπει», πως η λογική, η
κρίση, η φρονιμιά υπερέχουν, πως το «αίσθημα» ήταν και ανόητο και
επικίνδυνο και δεν έπρεπε να λαμβάνεται υπ’όψιν. Και τσαλαπάτησαν και
κατέστρεψαν ζωές, και οι δυό, ιδίως η μητέρα που καταγίνουνταν
περισσότερο σ' αυτά, και πέθαναν χωρίς να το αντιληφθούν ποτέ, χωρίς
ποτέ να σταματήσουν, να διερωτηθούν καν, αν αυτό που κάνουν δεν είναι
εγκληματικό.''
(….)
Στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου της Γ΄ Γυμνασίου σκιαγραφείται ο χαρακτήρας του πατέρα και η αμφίθυμη σχέση της αφηγήτριας απέναντι στην πατρική φιγούρα που την '' τυράννησε'' και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή της... Ταυτόχρονα όμως της δίδαξε την αξία της δικαιοσύνης και της εντιμότητας, καθώς θαύμαζε τον πατέρα της για τις αρχές του και την ακεραιότητά του.
Ο πατέρας
'' ήταν ειλικρινής, και ήταν υπερήφανος, ίσιος, αλύγιστος, αμείλικτος στο
ζήτημα «συνείδηση». Το νιώθαμε μείς τα παιδιά, και το ένιωθαν όλοι που
τον ήξεραν. Ο πατέρας ήταν «χαρακτήρας».''
Η Πηνελόπη Δέλτα εξομολογείται με ειλικρίνεια τις παιδικές και εφηβικές της μνήμες από τη ζωή στο πατρικό της σπίτι. Μια γραφή λυτρωτική και για την ίδια , καθώς στο πατρικό της σπίτι ήταν όλοι υποχρεωμένοι να κρύβουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και να υπομένουν με μια σιωπηλή αξιοπρέπεια :
'' Από
μικρά μαθαίναμε τούς καημούς μας να μην τους μοιραζόμαστε με άλλους,
ούτε καν με τ' αδέλφια μας. Αν πόνεσαν, αν υπέφεραν τ' αδέλφια μου, δεν
τό 'μαθα ποτέ, δεν παραπονέθηκαν ποτέ...''