‘’ Kuro Siwo’’ ( από την ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία,
‘’ Πούσι’’ , 1947 )
Θεματικά κέντρα
·
Οι δυσκολίες της ζωής των ναυτικών.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού…
·
Το ταξίδι ως πρόκληση, γοητεία και κίνδυνος…
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων...
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού…
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων...
- Ο έλεγχος της ζωής των ναυτικών από τις ιδιότροπες δυνάμεις της θάλασσας
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"
·
Το βιωματικό υπόβαθρο της ποιητικής
δημιουργίας του Καββαδία.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
- Το αξεδιάλυτο δέσιμο του ναυτικού με τη θάλασσα που τραυματίζει και ορίζει τη ζωή του...
Kαι τί δεν έχω υποσχεθεί και τί δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
―της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι―
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
―της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι―
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
- Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της ποίησης του Ν. Καββαδία.
·
Η στροφή προς την παραδοσιακή στιχουργία.
·
Η ποιητική αξιοποίηση της ναυτικής ορολογίας.
...Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Tον πυρετό στους Tροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Mανάο.
Tη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Mαγιάρος στην Kωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» ―Όχι, απ' αλλού πονάω.
Tου τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Tις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Tί να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Aμερική και Aσία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Kατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
·
Η
δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ‘’
μαγικού ρεαλισμού’’.
...Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.
Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Tον πυρετό στους Tροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Mανάο.
Tη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Mαγιάρος στην Kωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» ―Όχι, απ' αλλού πονάω.
Tου τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Tις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Tί να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Aμερική και Aσία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Kατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
...Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.
Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
...Tην ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Kινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ' το λαιμό,
μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.
Η παρουσία/ απουσία της γυναίκας που συχνά στοιχειώνει τη μνήμη του ναυτικού.
...κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"
ή αποκτά μυθικές διαστάσεις και μαγική υπόσταση, ως γοητεία, προδοσία, παγίδα και κίνδυνος...
Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.
Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.
To ''Kuro Siwo'' επικεντρώνεται γύρω από τις δύσκολες συνθήκες ζωής των ναυτικών που ταξίδευαν με τα φορτηγά πλοία σε μακρινές, τροπικές θάλασσες. Τις δυσκολίες αυτές στοχάζεται ο ναύτης στο πρώτο του ταξίδι, όταν αρχίζει να γνωρίζει τους κρυφούς κινδύνους και την ακατανίκητη μαγεία της θάλασσας , σε μακρινά γεωγραφικά πλάτη, όπου το πραγματικό με το φανταστικό συμπλέκονται στο μυαλό του, σε ένα ταξίδι πολύ μακριά από τις βεβαιότητες αλλά και την πλήξη του στεριανού κόσμου , που θα τον απαρνηθεί οριστικά ο ποιητής.
Τα πληρώματα των καραβιών πολιορκούν:
οι δύσκολες βάρδιες , η βαριά χειρωνακτική εργασία, οι σκληρές συνθήκες δουλειάς
ο θολός ορίζοντας και η δυσκολία προσανατολισμού μες στην καταχνιά της θάλασσας
οι ασταθείς καιρικές συνθήκες
η μοναξιά, η απουσία του έρωτα και των αγαπημένων προσώπων ,τα οποία αντιπροσωπεύουν το δεσμό του ναύτη με τη στεριά που άφησε πίσω του, αλλά εξακολουθεί να τον συντροφεύει στο ταξίδι ως μνήμη μακρινή.
και πάνω από όλα, η αίσθηση της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας, καθώς το ίδιο το πλοίο και το θαλάσσιο ρεύμα φαίνεται να χαράζουν την πορεία του ταξιδιού και να εξουσιάζουν τη ζωή των ναυτικών, σε πείσμα της ανθρώπινης τεχνολογίας και των οργάνων προσανατολισμού.
‘’ Το πούσι ως θεμελιώδες σύμβολο στην ποίηση του Καββαδία σχετίζεται με το εξίσου κεντρικό θέμα του ναυτικού που διασχίζει τον απέραντο πόντο στα τυφλά, κι ας μην το γνωρίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς στόχο και χωρίς έλεγχο. Η ειρωνική αντίθεση ανάμεσα στην ακαταμάχητη, ανεξέλεγκτη και αυτόβουλη δύναμη της θάλασσας και την τραγική ψευδαίσθηση των ανθρώπων ότι μπορούν να τη δαμάσουν κυριαρχεί στην ποίηση του Καββαδία, δημιουργώντας ατμόσφαιρα αποπροσανατολισμού και μαζί μια αίσθηση απόλυτης αδυναμίας, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την αντίστοιχη, αντίρροπη εμμονή των ποιημάτων στη ναυτική τεχνολογία, σε όλα εκείνα τα όργανα και τα τεχνικά μέσα με τα οποία ο ναυτικός επιχειρεί να ελέγξει, ματαίως, την πορεία του ταξιδιού.Το θέμα δεσπόζει και στο «Kuro Siwo», όπου το ίδιο το πανίσχυρο θαλάσσιο ρεύμα που φέρει την επωνυμία αυτή εκπροσωπεί την υπέρτερη και δυσοίωνη ισχύ του υγρού στοιχείου («Kuro Siwo» σημαίνει Μαύρο Ρεύμα στα γιαπωνέζικα), η οποία τρόπον τινά εμπαίζει τις απελπισμένες προσπάθειες του ναύτη να την υποτάξει. Ο καββαδιακός ναυτικός είναι ουσιαστικά, με πολλές έννοιες και με πολλούς τρόπους, παγιδευμένος στη θάλασσα, που αναδεικνύεται σε Μοίρα. Η θάλασσα τον ορίζει. ''
Στη «Βάρδια» (1954) ο Καββαδίας δίνει σε αυτή τη διαπίστωση τη μορφή αναντίρρητης δήλωσης: «Τα καρἀβια μας πάνε, δεν τα πάμε». Στο «Kuro Siwo» τη διατυπώνει με τη μορφή αινιγματικού ερωτήματος: «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι»;’’κι εσύ κοιτάς: Ο ναυτικός στο τιμόνι έχει την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει την πορεία του πλοίου , αλλά στην πραγματικότητα απλά «κοιτάει» την πυξίδα να μετακινείται, σχεδόν ανεξάρτητη και αυτόβουλη, υποταγμένη στην πειθώ του πανίσχυρου, απροσμάχητου θαλάσσιου ρεύματος του Κουροσίβο.πώς παίζει ο μπούσουλας: πώς μετακινείται η πυξίδα. Το ρήμα «παίζει» εδώ ίσως έχει μια αμυδρή έστω ειρωνική χροιά. Καθώς το καράβι (η «λαμαρίνα») βρίσκεται στο έλεος του ρεύματος και καθώς η αρρώστια (η «λαμαρίνα») του έχει πάρει και την τελευταία του παρηγοριά, τα ζώα που τον συντροφεύουν στο ταξίδι, ο ναυτικός επιχειρεί ματαίως να ελέγξει την πορεία. Τα πάντα γύρω του τον υπερβαίνουν, κι ας νομίζει ότι ρυθμίζει τον πλου. Η κίνηση της πυξίδας είναι σαν να τον εμπαίζει.η λαμαρίνα: Λαμαρίνα ονομάζεται μολυσματική νόσος, που προσέβαλλε και σκότωνε («όλα τα σβήνει») κυρίως τα κατοικίδια των ναυτικών στα φορτηγά καράβια στερώντας τους και τη στοιχειώδη αυτή ανθρώπινη παρηγορία. «Λαμαρίνα» είναι όμως και το ίδιο το καράβι, που περικλείει τον ναυτικό και τον πνίγει, όπως το ίδιο περικλείεται και πνίγεται από τα ρεύματα των ωκεανών, σε ένα ταξίδι τόσο συνεχές και ατέρμονο που καταντά σχεδόν συνώνυμο με την ακινησίαοι δυο μου παπαγάλοι … κι ο πίθηκος: Τα κατοικίδια συνοδεύουν τον καββαδιακό ναυτικό ως υποκατάστατατης φευγαλέας ανθρώπινης ζεστασιάς και της ακόμη πιο άπιαστης στεριανής ζωής.Έτσι εξηγείται ο ιδιαίτερος δεσμός που έχουν οι ναυτικοί με τις γάτες των φορτηγών πλοίων και η βαθιά αίσθηση της απώλειας, όταν κι αυτές πέφτουν θύματα της τρέλας που καραδοκεί στα μακρινά ταξίδια...
...Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια: Οι ενέργειες της ναυτικής ζωής εκτελούνται σχεδόν μηχανικά, ενώ η συνείδηση παραμένει καρφωμένη στην τραυματική ανάμνηση, που συνδέεει το ναύτη με τη μυστηριώδη γυναίκα που άφησε πίσω του στη στεριά. Το ταξίδι απλώνεται στα πέρατα της γης, αλλά το ποιητικό υποκείμενο παραμένει αμετακίνητο στον χώρο και τον χρόνο που το σημάδεψε.που σου ᾽πανε: Πιο κάτω το αόριστο τριτοπρόσωπο υποκείμενο του ρήματος, ο φορέας των τραυματικών λόγων, θα συγκεκριμενοποιηθεί: «ο λόγος της μες το μυαλό σου να σφυρίζει…».χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει: Μεταξύ άλλων το ψαρόλαδο, αλλιώς «μπάφα» χρησιμοποιούνταν στα φορτηγά για την επάλειψη των συρμάτων. Στη γλώσσα των ναυτικών το ψαρόλαδο ήταν συνώνυμο με τη βαριά, αφόρητη μυρωδιά, που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν φεύγει ποτέ από πάνω σου. Η ναυτοσύνη στον Καββαδία δεν είναι επάγγελμα· είναι κατάσταση υπαρξιακή, οντολογική. Η ουσία του καραβιού διαποτίζει τη σάρκα του ναυτικού και ενώνεται με αυτήν.ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ‘’ Στο "Πούσι" ακολουθείται απόλυτα η πιο σφιχτή παραδοσιακή μετρική», γράφει ο Αργυρίου. «Ρίμες πλεκτές ή σταυρωτές αποκλειστικά, τη μόνη ελευθερία που έχουν είναι να υπάρχουν κάποτε στο ίδιο ποίημα εναλλασσόμενες χωρίς νόμο. Και είναι περίεργο διότι όταν όλη η άλλη ποιητική πρωτοπορία (της γενιάς του '30, στην οποία ουσιαστικά ανήκει) αναζητώντας το καινούργιο καταλήγει στον ελεύθερο στίχο, εκείνος υποχωρεί στον πιο άψογο μετρικά στίχο». Κάτι ανάλογο έκαναν, ως προς τη γλώσσα, τόσο ο Εγγονόπουλος όσο και ο Εμπειρίκος• στην άνθηση της δημοτικής προτίμησαν την καθαρεύουσα.’’Η ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝΟ ποιητής- αφηγητής αφηγείται τις συνθήκες του ταξιδιού αρχικά σε γ΄γραμματικό πρόσωπο. Σε πολλά όμως σημεία του ποιήματος χρησιμοποιεί β΄πρόσωπο, σαν να στρέφεται ( με τόνο συμβουλευτικό ) σε έναν άπειρο ναυτικό που επιχειρεί το πρώτο του ταξίδι. Στην προτελευταία στροφή γίνεται άμεσα εξομολογητικός, μιλώντας σε α΄πρόσωπο για τα δικά σου αισθήματα μοναξιάς και απώλειας. Ολοκληρώνει το ποίημα με α΄πληθυντικό πρόσωπο, καθώς ταυτίζει τον εαυτό του με τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, με όλους τους ναυτικούς, που τους συνδέει μια κοινή μοίρα.Εκφραστικά μέσα: εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις.
Εκτεταμένη χρήση ναυτικού λεξιλογίου σε μια προσπάθεια να αποδοθεί με ρεαλιστικό τρόπο ο κόσμος της ναυτοσύνης.ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
για μια γνωριμία με τη ζωή και το έργο του ποιητή
για ανάλυση του ποιήματος πάτα εδώ
για ερμηνεία ναυτικών όρων στην ποίηση του Καββαδία πάτα εδώ